Στις πρώτες εκλογικές διαδικασίες του νεοελληνικού κράτους, που γίνονταν με σφαιρίδια, οι κάλπες ήταν ορθογώνια μεταλλικά κουτιά. Υπήρχε μία κάλπη για τον κάθε υποψήφιο. Εσωτερικά, η κάλπη ήταν χωρισμένη στα δύο. Στο δεξιό μέρος, που είχε χρώμα λευκό, ήταν το Ναι· στο αριστερό, που είχε χρώμα μαύρο, το Όχι. Μπροστά η κάλπη είχε έναν σωλήνα, που μέσα έβαζε ο ψηφοφόρος το χέρι του και έριχνε το σφαιρίδιο, δεξιά αν ήθελε να υπερψηφίσει τον υποψήφιο και αριστερά αν ήθελε να τον καταψηφίσει, χωρίς να φανερώνεται η προτίμησή του. Όπως γράφει ο Παπαδιαμάντης στους Χαλασοχώρηδες: Αι πέντε κάλπαι συνδεδεμέναι όπως ήσαν διά του χονδρού σύρματος, αλλόκοτοι, ατερπείς, πένθιμοι κατά το ήμισυ, λευκαί και μαύραι, ωμοίαζον με πέντε καταδίκους του κατέργου, το ήμισυ της κεφαλής ξυραφισμένους, δέσμιους με την αυτήν άλυσιν, κύπτοντας επιπόνως, εκτελούντας την ημερησίαν αγγαρείαν εις τον ναύσταθμον.
Όταν τελείωνε η ψηφοφορία, άνοιγαν τις κάλπες και μετρούσαν τα Ναι και τα Όχι για κάθε υποψήφιο και εκλέγονταν αυτοί με το μεγαλύτερο θετικό ισοζύγιο. Εύλογα, για τον υποψήφιο που απέτυχε, καθιερώθηκε να λέμε ότι «τον μαύρισαν» ή ότι «έφαγε μαύρο» ή «έφαγε φούμο». Κι επειδή η γλώσσα είναι συντηρητική, οι φράσεις αυτές ακούγονται ακόμα και σήμερα, ενώ το σύστημα εκλογής με σφαιρίδια έχει καταργηθεί από το 1911. Κατάλοιπο της ίδιας εποχής είναι και η φράση «το έριξε δαγκωτό», επειδή όποιος ήθελε να εκδηλώσει το άχτι του ή τη λατρεία του για κάποιον υποψήφιο δάγκωνε το σφαιρίδιο πριν το ρίξει στο Όχι ή στο Ναι.
Η λέξη κάλπη είναι σχεδόν ομόηχη με τον κάλπη, τον απατεώνα δηλαδή, αλλά αυτό είναι συμπτωματικό. Ο κάλπης έχει τουρκική ετυμολογία (kalp), άσχετο αν καμιά φορά οι κάλπες βγάζουν κάλπικο αποτέλεσμα.
Η λέξη ψήφος πάλι, κανονικά είναι θηλυκή, όμως όλο και περισσότερο ακούγεται και στο αρσενικό, ο ψήφος, τύπος που πέρασε και στα λεξικά για ν’ ανατριχιάζουν οι γλωσσαμύντορες. Αρχικά σήμαινε, στα αρχαία, το βότσαλο, τη μικρή στρογγυλή πέτρα. Κι επειδή με τέτοιες πέτρες μπορούσε κανείς να κάνει υπολογισμούς, το ρήμα ψηφίζω αρχικά σήμαινε «λογαριάζω, αριθμώ πράγματα». Όμως, τα βοτσαλάκια αυτά τα χρησιμοποιούσαν επίσης στις εκλογές, οπότε πήρε η ψήφος τη σημερινή της σημασία, καθώς και το ρήμα ψηφίζω (στα αρχαία χρησιμοποιούσαν συνήθως τη μέση φωνή, ψηφίζομαι, για τη σημασία αυτή).
Υποκοριστικά της ψήφου, με την αρχική σημασία του βότσαλου, ήταν η ψηφίδα, απ’ όπου τα ψηφιδωτά, αλλά και το ψηφίο, στην αρχή χαλικάκι, που πήρε τον Μεσαίωνα τη σημασία του αριθμού και που κυριαρχεί στην ψηφιακή εποχή μας. Από τον αόριστο του ρήματος ψηφίζω (εψήφισα) φτιάχτηκε νέο ρήμα, το ψηφώ, με σημασία υπολογίζω –και από εκεί το αψηφώ, όταν δεν λογαριάζουμε κάποιον ή κάτι, δεν τον σεβόμαστε, τον υποτιμάμε.
Η νεότερη ψήφος έχει αποκτήσει πρόσφατα το ιδιότυπο υποτιμητικό υποκοριστικό «ψηφαλάκι» ή “ψηφουλάκι”. Η λέξη είναι συχνή στον δημοσιογραφικό λόγο. Σε μια πρόχειρη έρευνα που έκανα σε σώματα εφημερίδων βρήκα δεκάδες ανευρέσεις στη δεκαετία μας, ελάχιστες στην προηγούμενη δεκαετία, και μία και μοναδική το 1980, σε ρεπορτάζ για κάποιες εκλογές τοπικού συλλόγου στη Σητεία. Με αυτό το δεδομένο και με τον σχηματισμό του υποκοριστικού, μπορούμε άραγε να υποθέσουμε κρητική αρχή;
Οι ψήφοι λέγονται και “κουκιά”, που κι αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί υποτιμητικά -λέγεται, ας πούμε, για τους ψηφοφόρους που τους έχει δεδομένους και σίγουρους ένα κόμμα ή ένας κομματάρχης. .
Πάντως, ελπίζω να μην καταφέρουν και πάλι να μας ξεγελάσουν οι κάλπηδες η τα κατα την νεοελληνική διάλεκτο ονομαζόμενα ΛΑΜΟΓΙΑ, . Ελπίζω πως θα ψηφήσουμε τους ικανούς και πως θα βγει δυναμωμένος από τις κάλπες ο λαος. Σε λίγες ώρες θα ξέρουμε!