Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

Θ0ΔΩΡΟΣ ΒΕΝΑΡΔΟΣ : Ο ΚΑΚΟΠΟΙΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΕ Η ΕΛΛΑΔΑ !!!



Δύο ληστείες και μία απόδραση είναι όλα και όλα τα μεγάλα ποινικά κατορθώματα του Θόδωρου Βενάρδου. Ήταν όμως και τα τρία τόσο θεαματικά για να τον κατατάξουν στους κορυφαίους του είδους του (Pics)
 

Στην παραβατικότητα μπήκε από πολύ νωρίς. Πέντε χρόνια πριν κάνει την μεγάλη ληστεία στο Παγκράτι μαζί με δύο συνεργούς ληστεύουν έναν χοιροτρόφο στα Σπάτα κοντά στο σπίτι του πατριού του. Ο δημοσιογράφος του “Ελεύθερου Κόσμου” περιγράφει όσο πιο γλαφυρά μπορεί, κατά την αναπαράσταση, την απάντηση που έλαβαν οι ληστές όταν ζήτησαν χρήματα από την σύζυγο του χοιροτρόφου: “Δεν έχω λεφτά, τους λέει. Μόνο γουρούνια έχω και πάρτε τα να μου αδειάσετε και τον τόπο”. Λίγη ώρα αργότερα θα καταφθάσει και ο σύζυγος θα πάρουν από την τσέπη του 4.000 δραχμές και έχουν καταγράψει την πρώτη μικρή τους ληστεία από μία σειρά που θα ακολουθήσουν.
Η ληστεία στο Παγκράτι...

Πρόκειται για την πρώτη μεγάλη ένοπλη ληστεία τραπέζης στην Ελλάδα. Καλοσχεδιασμένη της σε όλα. Ο Βενάρδος έχει νοικιάσει σπίτι στο Παγκράτι και παρακολουθεί καθημερινά τις κινήσεις στην τράπεζα. Ξέρει πλέον πρόσωπα, ώρες αιχμής, κίνηση στους δρόμους. Η είδηση που θα έπαιζε πρωτοσέλιδο για ημέρες δεν πήρε διαστάσεις. Ο λόγος; Πραγματοποιήθηκε 16 Νοεμβρίου 1973. Το βράδυ θα γινόταν η εξέγερση στο Πολυτεχνείο την άλλη μέρα στις έκτακτες εκδόσεις των εφημερίδων η πρώτη είδηση ήταν άλλη. Μόνο ο Ελεύθερος Κόσμος , η εφημερίδα που στήριζε ανοιχτά την χούντα είχε εκτενές ρεπορτάζ προφανώς για να δείξει ότι η χώρα βαδίζει προς την αναρχία.
“Ο ξερακιανός νέος με την μαύρη κελεμπία, το μαύρο πλατύγυρο καπέλο και το μαντήλι στο πρόσωπο, είχε μελετήσει και την παραμικρή λεπτομέρεια της ληστείας που διέπραξε χθες στις 9.25 το πρωί στο υποκατάστημα της Εθνικής Τραπέζης, επί της διασταύρώσεως Πρατίνου και Νηρηίδων στο Παγκράτι το οποίο σήμερα έχει μετατραπεί σε κομμωτήριο. Με ένα μακρύκανο όπλο – δεν αποκλείεται να ήταν αυτόματο- ακινητοποίησε τους 10 υπαλλήλους και πήρε από το χρηματοκιβώτιο 2.350.000 δραχμές (κατά ανακοίνωση της αστυνομίας), τις οποίες τοποθέτησε σε πλαστικό σάκκο. Κατόπιν, επιβιβάσθηκε σε μία “Τζάγκουαρ” και εξαφανίσθηκε”.
H Τζάγκουαρ, την οποία είχε κλέψει λίγη ώρα πριν από πάρκινγκ της Πατριάρχου Ιωακείμ, άνηκε στον επιχειρηματία Συρίγο, ιδιοκτήτη της πτηνοτροφικής μονάδας Βοκτάς που μεσουρανούσε τότε.

  Το ίδιο δημοσίευμα του Ε.Κ. μεταφέρει μία σκηνή που θα μπορούσε να ήταν κάλλιστα και σε σενάριο του Δαλιανίδη: “Αμέσως μετά την ληστεία και την έξοδο του κακοποιού από το υποκατάστημα η υπάλληλος κ. Αννα Χατζοπούλου, που βρίσκεται δίπλα στον ταμία και ασχολείται με τις καταθέσεις αποταμιευτών, τηλεφώνησε στην Άμεσο Δράση και κατόπιν λιποθύμησε από τον δικαιολογημένο φόβο της”.
Παρά το όνομα της η Αμεση Δράση δεν κατάφερε και πολλά. Κάτι τα αργά για την περίσταση οχήματα που διέθετε και κάτι το καλομελετημένο σχέδιο του Βενάρδου δεν άφησαν αρκετά περιθώρια. Ο ληστής οδηγώντας από παράλληλους των κεντρικών ώστε να μην τον “πιάνουν τα φανάρια” βρέθηκε στα Σπάτα που ήταν ο τελικός προορισμός του σε 12 λεπτά. Στην αναπαράσταση λίγο μετά την σύλληψη του οι αστυνομικοί χρειάστηκαν κάτι πάνω από ένα μισάωρο με τα δικά τους μέσα για να κάνουν την ίδια απόσταση.


  Η θεαματική απόδραση
Μετά την σύλληψη του έξω από το οπλοπωλείο ο Βενάρδος οδηγείτε στις φυλακές Κορυδαλλού από τις οποίες θα αποδράσει με θεαματικό τρόπο στις 24 Απριλίου 1974. Σε ένα ποδοσφαιρικό αγώνα στο προαύλιο – άγνωστο εάν ήταν προμελετημένο -  οι κρατούμενοι με λάκτισμα στέλνουν την μπάλα εκτός φυλακής και ζητούν επίμονα από τον φρουρό να βγει έξω και να τους την επαναφέρει. Ο Βενάρδος που είχε μελετήσει τις κινήσεις από προηγούμενη φορά είχε παρατηρήσει ότι βγαίνοντας ο φρουρός δεν κλείνει πίσω του την πόρτα του φυλακίου. Σκαρφαλώνει στο τριών μέτρων συρματόπλεγμα.
 “Άναυδος έμεινε ο χωροφύλακας όταν είδε την σκηνή. Συνήλθε όμως, και έσπευσε προς το μέρος του, ενώ ο Βενάρδος είχε πλέον φτάσει στην κορυφή και εσάλταρε προς το έδαφος. Το κυνήγησε και την στιγμή που ανέβαινε την σκάλα της σκοπιάς τον έφθασε. Τότε ο υπόδικος ληστής επιστράτευσε την βία. Ένα άγριο λάκτισμα στο μέτωπο ανέτρεψε και τραυμάτισε τον χωροφύλακα. Το πεδίο ήταν πλέον ελεύθερο. Τα τέσσερα και πλέον μέτρα που τον εχώριζαν από το έδαφος του εξωτερικού χώρου των φυλακών ήταν, όπως απεδείχθη παιχνιδάκι για τον γυμνασμένο 25ετή κακοποιό. Από την στιγμή εκείνη και ύστερα, τα  ίχνη του χάθηκαν. Μόνον πληροφορίες αλληλοσυγκρουόμενες υπάρχουν”. H εφημερίδα Ελεύθερος Κόσμος σε ένα πρώιμο infographic προσπαθεί να απεικονίσει πως ακριβώς έγινε η απόδραση. 


  Η ληστεία με τις γλαδιόλες
Τρεις εβδομάδες μετά την απόδραση του και καθώς η αστυνομία είχε χάσει πλήρως τα ίχνη του ο ίδιος εμφανίζεται χτυπώντας πάλι την Εθνική Τράπεζα, αυτή την φορά στην πλατεία Αγίου Μελετίου. Μία ληστεία που από την αρχή χαρακτηρίσθηκε “τύπου Βενάρδου” καθώς για άλλη μία φορά δεν κατάφεραν να τον συλλάβουν. Λίγο μετά θα περάσει στην ιστορία ως η ληστεία με τις γλαδιόλες καθώς εισήλθε στο κατάστημα ως πελάτης ο οποίος κάτω από μία ανθοδέσμη με γλαδιόλες είχε κρύψει μία κοντόκανη καραμπίνα. Ακινητοποίησε προσωπικό και πελάτες, πήρες 550.000 δραχμές και “εξηφανίσθη”.
Για την ληστεία αυτή ο Βενάρδος χρησιμοποίησε τρία κλεμμένα οχήματα. Μία Ρόβερ και δύο Φίατ. Ο ιδιοκτήτης του δεύτερου Φίατ μάλιστα συμπέρανε ότι ο κακοποιός πρέπει να ήταν πολύ ήρεμος και να το διασκέδαζε: “Βρήκα μία κασέτα μαγνητοφώνου. Δεν ήταν από τις δικές μας. Είχε ξένα τραγούδια” θα πει την επόμενη ημέρα ο Γιώργος Γαβαλάς στους δημοσιογράφους οι οποίοι διψούσαν να μάθουν και την παραμικρή λεπτομέρεια γύρω από τον περιβόητο ληστή.
Ο Βενάρδος είχε κάτι σαν λαϊκός ήρωας, κάτι που εκνεύριζε την χούντα. Τον κάλεσε να παραδοθεί εντός 48ώρου και ταυτόχρονα τον επικήρυξε για 300.000 δραχμές. Καθώς τίποτα δεν είχε επιτυχία λίγες ημέρες αργότερα θα προχωρήσει σε αυτό που ήξερε καλύτερα: Την λογοκρισία. Θα απαγορεύσει σε όλες τις εφημερίδες να αναφέρονται πλέον στο όνομα του.

  Η δεύτερη σύλληψη
Οι εφημερίδες ξανάγραψαν το όνομα Βενάρδος στις 14 Ιουνίου του 1974 όταν ο κακοποιός συνελήφθη στο αεροδρόμιο του Ελληνικού όπου επέστρεφε από Νέα Υόρκη. Οι αμερικανικές αρχές τον είχαν απελάσει καθώς κατά τον έλεγχο του στην είσοδο στην χώρα δεν διέθετε τα απαραίτητα έγγραφα. Ουσιαστικά το μόνο που διέθετε μαζί του όταν μπήκε κρυφά σε ένα νορβηγικό πλοίο στον Πειραιά για να μπαρκάρει για την Ν.Υ. ήταν η κλεμμένη ταυτότητα του άσου του ποδοσφαίρου Νίκου Σιδέρη που είχε βρει στο αυτοκίνητο του.
Λίγο μετά την σύλληψη οι αστυνομικοί κάλεσαν άμεσα τους δημοσιογράφους για να παρουσιάσουν ως δική τους επιτυχία την σύλληψη με τους τελευταίους να έχουν την ευκαιρία να συνομιλήσουν με τον κακοποιό ώστε να λυθούν οι απορίες τους.
Για την απόδραση είπε: Γυμναζόμουν για να βρίσκομαι σε καλή φυσική κατάσταση. Μελέτησα με μεθοδικότητα τις συνήθειες των φρουρών της φυλακής. Πρόσεξα ακόμη και την στιγμή που έπιναν νερό από το παγούρι τους. Έτσι η απόδραση ήταν ένα θαύμα αιφνιδιασμού που κράτησε μόλις 8 δευτερόλεπτα! Ένας λόγος που με ανάγκασε να αποδράσω ήταν ότι στην φυλακή αντί να με ημερεύουν με εξαγρίωναν. Μου κόψανε και τα μαλλιά. Ηταν για εμένα προσβολή πολύ μεγάλη.
Για την ληστεία με τις γλαδιόλες: Ηταν δική μου έμπνευση. Της τελευταίας στιγμής. Νομίζω ότι υπήρξα ευγενικός. Πήγα στην Τράπεζα, τους πρόσφερα λουλούδια και μου πρόσφεραν χρήματα.
Για το εάν θα σκότωνε: Στην συζήτηση “παρεμβαίνει” με την προβοκατόρικη ερώτηση ο διοικητής Γενικής Ασφάλειας Γ. Καρούζος. Τον ρωτάει “αν βρισκόμαστε αντιμέτωποι. Αν είμαστε και οι δύο οπλισμένοι, θα με πυροβολούσες πριν πυροβολήσω”. “Δεν μπορώ να απαντήσω κύριε Διοικητά. Δεν ξέρω τι θα γινόταν τότε.. Μία φορά χτύπησε την πόρτα του δωματίου, που έμενα στην οδό Σερίφου, αστυφύλακας. Είχε έρθει μαζί με πυροσβέστες γιατί νόμισαν ότι είχε σημειωθεί πυρκαγιά. Ενώ είχα την επαναληπτική καραμπίνα δεν πυροβόλησα τον αστυφύλακα. Προτίμησα να το σκάσω από την άλλη πόρτα και να εξαφανισθώ… Στην ληστεία πρόβαλαν δύο αντίσταση και τους εξουδετέρωσα με τον τρόπο που ξέρω εγώ, χωρίς να τους σκοτώσω. Μπορεί να είμαι ληστής, αλλά δολοφόνος δεν είμαι”.

  H δίκη
Ως πρώτη ημερομηνία είχε ορισθεί η 21η Απριλίου του 1975. Υποβάλλει ένσταση αρνούμενος να δικασθεί στα “γενέθλια”  της χούντας. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς επικαλείται ότι τις ληστείες τις έκανε για να χρηματοδοτήσει τον αντιστασιακό αγώνα κατά της χούντας. Παράλληλα είχε φροντίσει να αιωρείται ότι στο ταξίδι του στην Ζυρίχη είχε συναντήσει τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο με σκοπό την συνεργασία τους στην ανατροπή της χούντας. Δεν θα πείσει κανέναν. Το χειρότερο όμως ότι και η αλήθεια που προέβαλε η υπεράσπιση αυτή της ψυχική του ασθένειας – σ.σ. «είναι ανώμαλος» το μετέφρασαν κάποιες εφημερίδες της εποχής – έπεσαν και αυτές στο κενό.  Η ποινή εξοντωτική: 20 χρόνια και 20 μήνες κατά συγχώνευση. 

  Πηγη news247