Σάββατο 14 Απριλίου 2012

ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Σ' αυτή την ιστορία ένα αγόρι αποφάσισε να κάνει κάτι πιο μεγάλο από το μπόι του: να σώσει ένα μαραμένο λουλούδι πάνω στις έρημες πλαγιές ενός βουνού, στην άκρη του κόσμου. Το έκανε κι έκανε τον κόσμο πιο όμορφο.

“Το μεγαλύτερο λουλούδι του κόσμου” είναι το μοναδικό παραμύθι που έγραψε ο μεγάλος νομπελίστας συγγραφέας Ζοζέ Σαραμάγκου. Στην ιστορία του αποφεύγει την κλισέ αυλαία των παραμυθιών “και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα”. Προτρέπει μονάχα να γράψουμε τη δική μας ιστορία... για να ζήσουμε καλύτερα.

Καλή Ανάσταση

"...Στην ιστορία που θέλησα να γράψω, αλλά δεν την έγραψα, ήταν ένα χωριό. (Τώρα θ' αρχίσουν να φανερώνονται μερικές δύσκολες λέξεις, αλλά όποιος δεν τις ξέρει ας πάει να τις κοιτάξει στο λεξικό ή ας ρωτήσει τον δάσκαλο). Ας μην τρομάξουν όμως όσοι δεν κατέχουν από ιστορίες όπου ο ήρωας φεύγει μακριά από τον τόπο του ή από ιστορίες για παιδιά: ο μικρός μου ήρωας θα ζήσει τις περιπέτειές του μακριά από τον...
...ήσυχο τόπο όπου μένουν οι γονείς του, ίσως και μια αδελφή, ίσως και κάποιος που απέμενε από τους παππούδες του, και λίγο μαζεμένο συγγενολόι για το οποίο δεν ξέρουμε τίποτα.
Από την πρώτη κιόλας σελίδα, βγαίνει το αγόρι από το περιβολάκι και, από δέντρο σε δέντρο, σαν καρδερινάκι, φτάνει στο ποτάμι και μετά το κατεβαίνει μέχρι κάτω, σαν νωχελικό παιχνίδι, όπως αυτό που χάρισε κάποτε σε όλους μας ο ψηλός, ο πλατύς και βαθύς χρόνος της παιδικής μας ηλικίας...
Κάποια στιγμή, αφού περιπλανήθηκε ολομόναχο, έφτασε στο σύνορο της γης. Από κει και πέρα άρχιζε ο πλανήτης Άρης (ποιητική αδεία του συγγραφέα για την οποία καμία ευθύνη δεν φέρει το αγόρι, ο συγγραφέας όμως πήρε το ελεύθερο κι έκρινε πως σήμερα μπορεί να κουρνιάσει στη φράση του). Από 'κεί και πέρα, για το αγόρι μας, υπάρχει μόνο μία ερώτηση, καθαρά πρακτική και χωρίς τίποτα το ποιητικό: "Να πάω ή να μην πάω;". Και πήγε.
Ο ποταμός έκανε μια μεγάλη παράκαμψη, ξεμάκραινε και το αγόρι σαν να είχε αρχίσει πια να βαριέται τα ποτάμια, αφού τα έβλεπε από τη μέρα που γεννήθηκε. Αποφάσισε να κόψει δρόμο από τα χωράφια, ανάμεσα από αχανείς ελαιώνες, που τους παραστέκονταν μυστηριώδεις βραγιές σκεπασμένες από λευκές καμπανούλες, κι άλλες φορές χωνόταν σε δάση με ψηλές φλαμουριές, όπου υπήρχαν γαλήνια ξέφωτα δίχως ίχνος ανθρώπου ή ζωντανού, κι ολόγυρα η σιωπή που σούριζε, κι ακόμα η θέρμη απ' τα φυτά, κι η μυρωδιά βλαστού που αιμορραγούσε δροσιά σαν λευκοπράσινη φλέφα.
Αχ, πόσο χαρούμενο ήταν το αγόρι! Περπάτησε, περπάτησε, τα δέντρα τριγύρω λιγόστεψαν και τώρα βγήκε σ' έναν επίπεδο χερσότοπο από λεπτά και ξερά βάτα, όπου στη μέση του ήταν ένας αφιλόξενος λόφος στρόγγυλος σαν αναποδογυρισμένη γαβάθα. Βάλθηκε το αγόρι να ανέβει στην πλαγιά, κι όταν έφτασε εκεί πάνω, τι να δει; Ούτε θάνατο, ούτε χαρά, ούτε σημάδι του πεπρωμένου... Μόνο ένα λουλούδι. Τόσο σκυφτό, τόσο μαραμένο, που το αγόρι έκατσε και ξαπόστασε από την κούραση. Και καθώς το αγόρι της ιστορίας μας είναι ξεχωριστό, έκρινε πως έπρεπε να σώσει το λουλούδι. Πού όμως νερό; Εκεί πάνω ούτε σταγόνα. Και κάτω μόνο στο ποτάμι, κι αυτό βρισκόταν τόσο μακριά!... Ας είναι.
Κατεβαίνει το αγόρι το βουνό, διασχίζει τον κόσμο όλο, φτάνει στον Νείλο, τον μεγάλο ποταμό. Στις χούφτες των χεριών του μαζεύει όσο νερό χωρούσαν μέσα. Κάνει το γύρο του κόσμου, σέρνεται στην ανηφοριά. Τρεις σταγόνες φτάσαν ώς εκεί. Τις ήπιε διψασμένο το λουλούδι. Είκοσι φορές πέρα και δώθε, εκατό χιλιάδες ταξίδια στη Σελήνη. Αίμα στα ξυπόλητα πόδια του. Το λουλούδι ανασηκώθηκε. Ευωδίαζε πια τον αέρα. Και σαν να 'ταν βαλανιδιά, έριχνε τον ίσκιο του στο χώμα.
Το αγόρι αποκοιμήθηκε κάτω απ' το λουλούδι. Περνούσαν οι ώρες κι οι γονείς του, όπως συνηθίζεται σ' αυτές τις περιπτώσεις, άρχισαν να ανησυχούν. Βγήκε όλη η οικογένεια και μαζί οι γείτονες ν' αναζητήσουν το χαμένο αγόρι. Και δεν το βρήκαν.
Έτρεξαν παντού, με κλάματα πόσα, κι ήταν πια σχεδόν ηλιοβασίλεμα όταν σήκωσαν τα μάτια και είδαν από μακριά ένα θεόρατο λουλούδι που κανείς δεν θυμόταν από πριν. Έβαλαν όλοι την τρεχάλα, ανέβηκαν στον λόφο και συνάντησαν το αγόρι αποκοιμισμένο. Από πάνω του το φύλαγε από τη δροσιά του δειλινού ένα μεγάλο αρωματισμένο ανθόφυλλο με όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου.
Και οδήγησαν το αγόρι στο σπίτι του, περιβάλλοντάς το με σεβασμό... σαν να 'ταν θαύμα.
Όποτε μετά περνούσε στο δρόμο, οι άνθρωποι έλεγαν πως ήταν το αγόρι που έφυγε από το χωριό για να πάει να κάνει κάτι πιο μεγάλο από το μπόι του και από το μπόι όλων. Κι αυτό είναι το δίδαγμα της ιστορίας.
Αυτό ήταν το παραμύθι που θα ήθελα να διηγηθώ. Πολύ λυπάμαι που δεν ξέρω να γράφω ιστορίες για παιδιά. Τουλάχιστον τώρα ξέρετε τι θα γινόταν στην ιστορία και θα μπορέσετε να τη διηγηθείτε με άλλο τρόπο, με λέξεις πιο απλές από τις δικές μου, κι ίσως αργότερα να μάθετε να γράφετε ιστορίες για παιδιά...
Ποιος ξέρει, ίσως κάποια μέρα να διαβάσω ξανά αυτή την ιστορία, γραμμένη από σένα που με διαβάζεις, αλλά πολύ πιο όμορφη...".
Πηγή:η Αυγή