Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

ΠΕΘΑΝΕ ΣΤΑ 66 ΤΟΥ Ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΡΑΣΟΥΛΗΣ

«Τίποτα δεν πάει χαµένο στη χαµένη σου ζωή...»
Ο Μανώλης Ρασούλης φωτογραφηµένος από «ΤΑ ΝΕΑ» στη Θεσσαλονίκη το καλοκαίρι του 2009. Σταθµός στη στιχουργική και συνθετική καριέρα του  υπήρξαν τα έργα «Η εκδίκηση της γυφτιάς», «Νταλίκες», «Τα δήθεν», «Τα τραγούδια της Χαρούλας» (όπου και το περίφηµο «Τίποτα δεν πάει χαµένο...»),  «Οι κυβερνήσεις πέφτουνε µα η αγάπη µένει», «Παίξε Χρήστο επειγόντως» κ.ά.  Το τραγούδι έχει καταντήσει πουκάµισο - δεν έχει πια πνευµατική αξία», ήταν µία από τις αποστροφές του τραγουδοποιού, ο οποίος είχε αγαπήσει αλλά και κατηγορήσει την ελληνική τραγουδοποιΐα. Ενός σουρεαλιστή αλλά και πρωτοπόρου - ειδικά στον στίχο - που βρέθηκε (ύστερα από τέσσερις ηµέρες) νεκρός στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη
«Δεν είµαι από πέτρα ούτε αθάνατος, που ‘λεγε κι ο αείµνηστος φίλος µου Ακης Πάνου» έγραφε ο Μανώλης Ρασούλης στην αυτοβιογραφική - εργογραφική έκδοση «Εδώ είναι του Ρασούλη» (Εκδ. Ιανός) πριν από τέσσερα χρόνια.

Ο ιδιότυπος σουρεαλιστής στιχουργός, συνθέτης, κειµενογράφος που «ζούσε από περιέργεια» και βίωνε «το έπος του ενός», όπως έλεγε στα «ΝΕΑ», έφυγε ακολουθώντας τη µοίρα των µοναχικών καλλιτεχνών. Μόνος.

Βρέθηκε χθες το µεσηµέρι νεκρός στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη, όπου ζούσε τα τελευταία 20 χρόνια. Κάποιοι φίλοι του τηλεφωνούσαν εδώ και τέσσερις µέρες, εκείνος δεν απαντούσε, ανησύχησαν, µπήκαν στο σπίτι και τον βρήκαν να κείτεται άψυχος.

Η Αστυνοµία απέκλεισε την εγκληµατική ενέργεια αλλά τα ακριβή αίτια του θανάτου του θα διευκρινισθούν σήµερα µε τη νεκροψία-νεκροτοµή, καθώς η ιατροδικαστική υπηρεσία δεν τη διενήργησε χθες επειδή δεν καταβάλλονται κυριακάτικα (σουρεαλιστική λεπτοµέρεια ακόµη και κατά την «έξοδό» του). Γεννηµένος στις 28 Σεπτεµβρίου του 1945 στο Ηράκλειο Κρήτης, ο Μανώλης Ρασούλης µετακόµισε στην Αθήνα σε ηλικία 18 χρονών όπου σπούδασε κινηµατογραφική σκηνοθεσία στη Σχολή Σταυράκου, ενώ δούλευε παράλληλα και στην εφηµερίδα «Δηµοκρατική Αλλαγή». Αργότερα θα δουλέψει στα Ναυπηγεία Ανδρεάδη στο Πέραµα, όπου θα πρωτοστατήσει στην απεργιακή επιτροπή, κάτι για το οποίοθα φυλακιστεί.

Στο Λονδίνο και το Παρίσι όπου καταφεύγει στη διάρκεια της δικτατορίας παίρνει µέρος στον αντιδικτατορικό αγώνα. Οι κοµµατικές του πεποιθήσεις τον κάνουν να ονοµάσει Ναταλί (από τη σύζυγο του Τρότσκι) την κόρη του, η οποία είναι τραγουδίστρια.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εντάσσεται στην τραγουδοποιία, γράφοντας το 1974 το πρώτο του τραγούδι «Μες τη µικρή αγκάλη σου», ενώ παράλληλα γράφει άρθρα σε εφηµερίδες και συµµετέχει σε εκποµπές στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο.

Η ζωή και η καριέρα του είχαν µια σειρά από – κατά κύριο λόγο δηµιουργικές και γόνιµες, αν και πολλές φορές αντιφατικές και εκκεντρικές – εκφάνσεις: τραγούδησε µε τον Μάνο Λοΐζο στην Πλάκα, αλλά και στον δίσκο «Τα νέγρικα» µαζί µε τη Μαρία Φαραντούρη. Συνεργάστηκε στους περίφηµους «Αχαρνείς» µε µουσική Διονύση Σαββόπουλου. Εγινε παραγωγός στον πρώτο δίσκο των Χάρη και Πάνου Κατσιµίχα «Ζεστά ποτά». Τραγούδησε στον «Νέο Ερωτόκριτο» του Νίκου Μαµαγκάκη, σε ποίηση Πρεβελάκη.

Ακόµη, έγραψε µια σειρά απόβιβλία, όπως το χιουµοριστικό σύγγραµµα630 σελίδων «Οι Εβραίοι είναι Ελληνες - Κρήτες» (Εκδ. Κάκτος) και το ποιητικό «Η µπαλάντα του Ισαάκ», όπου αναποδογύριζε τη βιβλική θυσία. Υποστήριζε πάνταµε πάθος και φανατισµόκαι τον ΟΦΗ και τον ΠΑΟΚ.

Στη δεκαετία του ‘80, µαζί µε την τότε σύντροφό του, τραγουδοποιό επίσης της λεγόµενης Σχολής της Θεσσαλονίκης Βάσως Αλλαγιάννη (µε εβληµατική κοινή επιτυχία το «Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ»), ασπάστηκαν τη διδασκαλία του ινδουιστή φιλοσόφου Ρασµί ή Osho.

Εκείνος τον συναντά στην Ινδία και τον κρύβει στην Κρήτη, όταν καταζητείται από την αµερικανική κυβέρνηση µέσω της Ιντερπόλ.

Το ‘90, ζει για κάποιο διάστηµα στην Ισπανία, δηλώνοντας ότι φεύγεικαι λόγω της δικαστικής διαµάχης µε συναδέλφους του στο τραγούδι, ύστερα από δηλώσεις του που κάποιοι θεώρησαν προσβλητικές. Στο µεταξύ, αρνείται την πρόσκληση της Μελίνας Μερκούρη να παρουσιάσει έργο του στην Πολιτιστική Πρωτεύουσα Αθήνα, επειδή θεωρεί πως «η Αθήνα δεν αξίζει να είναι πολιτιστική πρωτεύουσα».

Μετά το 2000 πηγαινοέρχεται συχνά στο Ισραήλ, όπου συνεργάζεται µε τον διάσηµο τραγουδιστή Γιεχούδα ή Λεωνίδα Πόλικερ (µε ρίζες στην εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης και ελληνικό ρεπερτόριο) σε σειρά εµφανίσεων και σε CD το 2007. Εναν χρόνο πριν µιλάει στα «ΝΕΑ» για την «ελληνική κοινωνία που ζει στην απόλυτη αφασία» και ζητάει «να µην υπερασπιζόµαστε πανεθνικώς σε διεθνείς διοργανώσεις το Καρβελιστάν».

Επιστρέφοντας οριστικά, διαπιστώνει πως «η χώρα πάσχει από αντιφάσεις.

Δεν µπορείς να λες φέρτε πίσω τα Μάρµαρα του Παρθενώνα και η Βανδή να κλείνει τη Σταδίου. Αυτά είναι γκραν γκινιόλ». Παράλληλα, υιοθετεί ένα αγοράκι από την Αλβανία, που είναι σήµερα οκτώ ετών. 

«Πιότερο κι απ’ το τραγούδι τους, τους ανθρώπους αγάπησα»,σηµείωνε στο αυτοβιογραφικό «Εδώ είναι του Ρασούλη»,παραφράζοντας τη ρήση ποιητή. Και οι άνθρωποι έµελλε επίσης να τον αγαπήσουν για τα τραγούδια και τον σουρεαλισµό του, αλλάκαι να τον αφήσουν να φύγει µόνος... 

Ο «Βούδας» και η «Εκδίκηση της Γυφτιάς»

Ο συνθέτης Πέτρος Βαγιόπουλος, µε τον οποίο είχε κάνει οκτώ δίσκους(τελευταίος το «Τιγυρεύεις µες στην Κίνα Τσάκι Τσαν»), εξήγησε στα «ΝΕΑ»για την εµβληµατική τους επιτυχία «Πότε Βούδας,πότε Κούδας» του 1986 πως «ήταν µοντάζ φράσεων και στίχων από το περιοδικό που εξέδιδε οΜανώλης Ρασούλης µε τίτλο “Το Αυγό”». Και πρόσθεσε: «Γνωριστήκαµε το 1983 και υπήρξαµε περισσότερο φίλοι παρά συνεργάτες. Τον τελευταίο µήνα µουείχε δώσει είκοσι στιχάκια που τα έχω απλωµένα στο τραπέζι µου. Δύο πράγµατα κρατώ από εκείνον: είναι ο πρώτος που µπέρδεψε στον στίχο το ερωτικό µε το κοινωνικό στοιχείο και ο στίχος του είναι βαθύτατα φιλοσοφικός». 

«Για µένα προσωπικά ο θάνατός του είναι ένα µεγάλο σοκ», είπε στα «ΝΕΑ» από την πλευρά του ο Νίκος Ξυδάκης. «Ζήσαµε µε τον Μανώλη µαζί και κάτω από την ίδια στέγη όταν κάναµε την “Εκδίκηση της Γυφτιάς”. Ηταν µια ανήσυχη εποχή εκείνη της Μεταπολίτευσης... Ηταν τα πρώτα µου τραγούδια που γράψαµε µαζί, τραγούδια που χαρακτήρισαν µια εποχή. Σε προσωπικό επίπεδο ο Μανώλης είχε ένα χιούµορ, µια ευφυΐα και µια ανησυχία ως άνθρωπος που ήταν πάρα πολύ γόνιµη. Σε επίπεδο στιχουργικό, επειδή ο στίχος του είχε µια λαϊκότητα και έναν πολύ προσωπικό τρόπο να εκφράζεται, νοµίζω ότι αφήνει ένα κενό στο ελληνικό τραγούδι».

ΠΗΓΗ ΤΑ ΝΕΑ ONLINE