…ΕΠΑΝΕΛΛΗΝΙΣΗ;
του Σταύρου Καρκαλέτση
Είναι σίγουρο πιά πως η επόμενη γενιά, θα είναι η πρώτη μεταπολεμικά που θα ζήσει χειρότερα από την προηγούμενη. Την δική μας! Το παραμυθάκι για την έξοδο από το τούνελ σε δυό ή πέντε χρόνια, δεν το πιστεύουν πιά ούτε οι εγχώριες θεραπαινίδες του ΔΝΤ, τα ντόπια κογιότ του νεοφιλελευθερισμού, οι ανθυπεργολάβοι της απεθνοποίησης, οι Πινόκιο του...
... ”εκσυγχρονισμού”.
... ”εκσυγχρονισμού”.
Εγώ θέλω να πάω στις δικές μας, ατομικές και συλλογικές ευθύνες. Κανένας κερατάς δεν κάθεται πάνω σου, αν εσύ πρώτα δεν σκύψεις το σβέρκο σου. Κι άμα συνηθίσεις στο σκύψιμο, και μετά πέσεις στα γόνατα, οι νάνοι σου φαντάζουν γίγαντες! Τι έπαθε αυτό το καθ’ όλα αξιοπερίεργο πλάσμα, που στην διεθνή ανθρωπολογική ορολογία θα αποκληθεί από τον ιστορικό του μέλλοντος homo neohellenicus; Γιατί, όχι απλά τους αφήσαμε, αλλά τους ΩΘΗΣΑΜΕ να μας φέρουν ίσαμε δώ;
Το πιό τραγικό Συνέλληνες, δεν είναι να εισπράξεις τη φθορά. Το πιό τραγικό είναι να τη συνηθίσεις…
Εκεί είμαστε τώρα. Την συνηθίσαμε την πολιτική χολέρα, την κοινωνική σήψη, τη λευχαιμία στην ιστορική μνήμη και την πνευματική λοβοτομή στο είναι μας..
Στο χώμα και τη φύτρα που γέννησαν Λεωνίδα, Παλαιολόγο, Νικηταρά και Αυξεντίου, μάθαμε τα παιδιά μας να προσκυνάνε τον Batman, τον Spider Man και τον Χάρρυ Πότερ.
Στην πατρίδα που γέννησε το κάλλος και την αισθητική, υψώσαμε τις σημαίες του βλαχομπαρόκ, του ξερολισμού, του λαμογίζειν και της ευρωλιγούρας. Και αλλάξαμε. Πήραμε τη ζωή μας λάθος. Κι αλλάξαμε ζωή. Μαζί με τα μεταλλαγμένα που εισέβαλαν στα πιάτα μας και στις οθόνες μας, μεταλλαχτήκαμε κι εμείς.
Εκλέξαμε κολοβές κυβερνήσεις και ασπόνδυλους πρωθυπουργούς, που στο φως της ημέρας εκτόξευαν τόνους εμπαιγμού και μεγατόνους τσαμπουκά απέναντι στον κοσμάκη, αλλά τη νύχτα έτρεχαν με απύθμενη δουλικότητα (και πολύ σάλιο) να δώσουν διαπιστευτήρια στα ξένα και ντόπια αφεντικά τους. Έτσι, χρεωμένη και καταϊδρωμένη πορεύεται από συστάσεώς της η μάνα μας Ελλάς. Φρόντισαν ήδη από τότε (1824 ήτανε θαρρώ…) οι “φίλοι και σύμμαχοι”, με πρώτους τους Άγγλους και τα δάνεια του αγώνα.
Ναι, έτσι πορεύεται τούτος ο τόπος, δυό αιώνες τώρα. Τι επεφύλαξαν οι (και καλά) ελίτ; Για την Αθήνα, τον τίτλο της πρωτεύουσας του υδροκεφαλισμού, της ρεμούλας και της διαπλοκής. Για τη Θεσσαλονίκη, που λόγω θέσης έπρεπε να καταστεί η νέα πρωτεύουσα της χώρας, έναν πιό ανώδυνο τίτλο: πρωτεύουσα της μπουγάτσας. Μέχρις εκεί. Δεν μιλάμε για Αμμόχωστο, Ίμβρο, Χειμάρρα. Τα προωθημένα κάστρα του Έθνους δεν υπήρχαν καν στο λεξιλόγιο των εκπροσώπων του αθηναικού μικροελλαδισμού. Τα ξεπούλησαν, συνειδητά, για να μην είναι αγκάθια στο δόγμα τους της “μικράς και εντίμου (;) Ελλάδος”.
Αν ο ελληνικός λαός είχε επίγνωση για το αληθινό ποιόν, για το πραγματικό επίπεδο πολλών από αυτούς που επέλεξε να τον κυβερνούν, τα ράφια των σούπερ μάρκετ θα άδειαζαν σε δυό ώρες.
Ας κοιταχτούμε στον καθρέφτη μας και ας πάρουμε τώρα την τύχη στα χέρια μας. Ψάξτε και ψαχτείτε. Που είναι τα μικρά και μεγάλα σας θέλω;
Θέλω, θέλεις, θέλουμε να ζούμε με αξιοπρέπεια, ό,τι και να κράζουν τα κοράκια του Βερολίνου, οι τσούχτρες τoυ ΔΝΤ, τα βαμπίρ της Wall street.
Θέλω, θέλεις, θέλουμε επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου, κι αυτό δεν συνιστά τίποτα λιγότερο από επαναδιαπραγμάτευση της ζωής μας και της ζωής των παιδιών μας.
Θέλω, θέλεις, θέλουμε ηγέτες επιτέλους Άξιους και όχι πολιτικούς του σωλήνα, κατασκευασμένους σε εξωελλαδικά μαιευτήρια και σκοτεινές θερμοκοιτίδες.
Θέλω, θέλεις, θέλουμε εξωτερική πολιτική (αφού όχι ανεξάρτητη) τουλάχιστον αξιοπρεπή, που να υπερασπίζεται και να διεκδικεί, όχι έξωθεν να χαράζεται και έξωθεν να λογοδοτεί.
Θέλω, θέλεις, θέλουμε να δούμε στην οθόνη αντί για τούρκικα τηλεσκουπίδια, γυρισμένα στην Κερύνεια, τον Σολωμό να φεύγει περήφανα, λεβέντικα, ελληνικά, με το τσιγάρο στο στόμα.
Θέλω, θέλεις, θέλουμε τα παιδιά μας να μάθουν την αληθινή ιστορία της ράτσας μας (μη σας φοβίζει η λέξη!) και όχι τις ρεπούσειες παραισθήσεις δια χειλέων Μαριέττας (αλήθεια, θα είναι ξανά υποψήφια;;;)
Θέλω, θέλεις, θέλουμε να μπορούμε να βγούμε άφοβα μια βόλτα στην πόλη που αγαπήσαμε, χωρίς να νιώθουμε πως βρισκόμαστε στην Καμπούλ.
Θέλω, θέλεις, θέλουμε τα παιδιά μας και τα παιδιά τους να μεγαλώσουν σε τόπο που θα μείνει ελληνικός και όχι πολυπολιτισμικός βόθρος και αεθνική χαβούζα.
Θέλω, θέλεις, θέλουμε έναν ηγέτη και μια κυβέρνηση που να πράξουν το αυτονόητο: Να το παλέψουν! Να μας δώσουν πίσω την χαμένη μας πατρίδα και μαζί, λίγα μικρογραμμάρια αξιοπρέπειας…
Ο τόπος δεν χρειάζεται επανίδρυση Ούτε μεταρρύθμιση. Ούτε επανεκκίνηση. Η πατρίδα θέλει ΕΠΑΝΕΛΛΗΝΙΣΗ.
Μεγάλο στ’ αλήθεια το βάρος για τον επόμενο ηγέτη. Μεγάλη και η πρόκληση. Η Ιστορία έχει δώσει ραντεβού. Και περιμένει