Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό κοριτσάκι που
πουλούσε σπίρτα, φτωχό, ορφανό και ρακένδυτο. Πάνω από το κεφάλι της
καραδοκούσε μια κακιά γριά μάγισσα, σταφιδιασμένη και ξεδοντιάρα που την έλεγαν
Άνγκελα. Κάθε βράδυ ερχόταν και της αποσπούσε τα λίγα ευρώπουλα που είχε
καταφέρει να εισπράξει από τα σπίρτα που είχε πουλήσει και της έριχνε και ένα
χέρι ξύλο. 70 δις. Ευρώ είχε κερδίσει από το φτωχό κοριτσάκι η κακιά μάγισσα,
λέει ο παραμυθάς.
Βέβαια, το κοριτσάκι της ιστορίας μας, δεν ...
...ήταν και πολύ κοριτσάκι. Την έλεγες και μια κοτσονάτη κυρία, με κάτι χρόνια ιστορίας πίσω της. Την είχε ζήσει τη ζωούλα της η κυρία. Με το ομορφότερο σπίτι με κήπο στο παραθαλάσσιο οικόπεδο. Σε ένα μέρος με το καλύτερο κλίμα στον κόσμο. Για χρόνια πολλά καλλιεργούσε τον κήπο της και καλοπερνούσε. Νοίκιαζε και κάνα δυο ξαπλώστρες δίπλα στο κύμα τα καλοκαίρια. Καλά ήταν. Είχε και δίπλα κάτι καλούς γείτονες που τη βοηθούσαν να κάνει ένα μερεμέτι από δω, μια ψιλοεπισκευή από εκεί στο σπίτι, την πάλευε.
...ήταν και πολύ κοριτσάκι. Την έλεγες και μια κοτσονάτη κυρία, με κάτι χρόνια ιστορίας πίσω της. Την είχε ζήσει τη ζωούλα της η κυρία. Με το ομορφότερο σπίτι με κήπο στο παραθαλάσσιο οικόπεδο. Σε ένα μέρος με το καλύτερο κλίμα στον κόσμο. Για χρόνια πολλά καλλιεργούσε τον κήπο της και καλοπερνούσε. Νοίκιαζε και κάνα δυο ξαπλώστρες δίπλα στο κύμα τα καλοκαίρια. Καλά ήταν. Είχε και δίπλα κάτι καλούς γείτονες που τη βοηθούσαν να κάνει ένα μερεμέτι από δω, μια ψιλοεπισκευή από εκεί στο σπίτι, την πάλευε.
Τα παλιόπαιδά της όμως δεν τη βοηθούσαν καθόλου.
Κακομαθημένα, άπληστα και κακότροπα. Όλο δώσε και δώσε ρε μάνα, λεφτά υπάρχουν.
Βρε παιδιά, ας κάνουμε λίγο οικονομία, δεν ξέρεις ποτέ τι σε περιμένει. Τίποτα
αυτά. Το ένα ζητούσε αυτοκίνητο, το άλλο ζητούσε διακοπές, η άλλη Λουί Βουιτόν,
η άλλη Γκούτσι (το είχαν κάνει και τραγούδι αυτό, εθνικός ύμνος μιλάμε) και δε
συμμαζευόταν το πράγμα με τίποτα. Και δώστου μπουζούκια και τσιφτετέλια στα
τραπέζια τα βράδια. Και δεν τα χόρταινες από σούσι και
αστακομακαρονάδες.
Τράβα ο ένας, τράβα ο άλλος, ήρθε και λιγώθηκε από την
αφραγκία. Σα να μην έφταναν αυτά, της έκαναν και ζημιές τα παλιόπαιδά της, Ο
ένας μπάζωσε την παραλία μπροστά στο σπίτι, πάει ο χώρος για τις ξαπλώστρες. Ο
άλλος ξερίζωσε τα δέντρα του κήπου, ο τρίτος έριχνε τα σκουπίδια όπου έβρισκε,
ήρθε και έγινε το οικόπεδο χάλι μαύρο.
Άρχισαν σιγά σιγά και οι γείτονες να
διαμαρτύρονται. Εμείς σε βοηθάμε να συντηρήσεις το σπίτι σου κυρά μου και τα
παιδιά σου καταστρέφουν ό,τι βρουν μπροστά τους; Δεν πάει άλλο έτσι! Κομμένη η
βοήθεια από εμάς και μάζεψε τα παλιόπαιδα γιατί θα πέσουν μηνύσεις και
πρόστιμα. Έχουμε κι εμείς παιδιά να θρέψουμε!
Κι εκείνα τα σκασμένα, αντί να δουν το πρόβλημα,
άρχισαν να τα βάζουν με τη γειτονιά. Βρίσιμο και κατηγόριες που πήγαιναν
σύννεφο. Δεν μπορούσε να τα μαζέψει με τίποτα. Και να κατηγορούν τους γείτονες
ότι είναι άκαρδοι και άπονοι και δεν τους δίνουν βοήθεια πια και να ζητάνε
συνεχώς και λεφτά. Και τα σκουπίδια στον κήπο τους να συσσωρεύονται. Για να
καθαρίσουν, να ξεχορταριάσουν ή να σκάψουν τον κήπο τους ούτε κουβέντα. Ούτε να
ξεβρωμίσουν την παραλία από τα μπάζα.
Απελπίστηκε και αγανάκτησε η γυναίκα. Πήρε
τα κουτιά με τα σπίρτα και βγήκε στο δρόμο να τα πουλήσει. Κουκουλώθηκε
και ένα σάλι να μη καλοφαίνεται η ηλικία της και άπλωσε το χέρι. Εκεί τη
συνάντησε η κακιά γειτόνισσα που την έλεγαν Άνγκελα. Της άρπαξε τα
ευρώ από τα χέρια, αυτή φώναξε βοήθεια να τρέξουν τα παιδιά της να τη σώσουν,
αλλά αυτά ήταν άφαντα. Κάπου είχαν ξεχαστεί να ροκανίζουν τα χαρτζιλίκια τους.
Αλλά νομίζω ότι κάπου εδώ μπέρδεψα τα παραμύθια.
Ή μήπως όχι;
Αγγελική Κροκίδη
Μέλος Εθνικής Επιτροπής «δημιουργία, ξανά!»