Του
Γιώργου Κ. Καββαδία
Σε
συνθήκες κρίσης η βαϊμαρο-λογία καλά κρατεί. Ο κυρίαρχος λόγος τη συνδέει
ευθέως με τη θεωρία των δύο άκρων εξισώνοντας τον φασισμό με τον κομμουνισμό,
την εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής με τους εργατολαϊκούς αγώνες. Επιδιώκουν
, έτσι, η κυβέρνηση και τα φερέφωνά της, να χειραγωγήσουν τους εργαζόμενους και
τη νεολαία, να τους οδηγήσουν στην παραίτηση από κάθε διεκδικητικό, απεργιακό
αγώνα στο όνομα της υπεράσπισης της αστικής δημοκρατίας των Μνημονίων. Θέλουν
με άλλα λόγια να εξαλείψουν κάθε αμφισβήτηση του ...
...«εθνικού μονόδρομου» κατευθύνοντας
τον λαό προς αυτόν. Να πείσουν, δηλαδή, ότι η κυβέρνηση σήμερα είναι
υποχρεωμένη να βαδίζει στο μονόδρομο της φτωχοκτονίας εξυπηρετώντας από τη μια
τα συμφέροντα του κεφαλαίου και των τραπεζιτών και από την άλλη των
ιμπεριαλιστών.
Οι υπαρκτές ιστορικές αναλογίες της σημερινής
περιόδου στην Ελλάδα με αυτές της Δημοκρατίας στη Βαϊμάρη του 1930 τραβιούνται
στα άκρα, ενώ αποσιωπούνται οι διαφορές σε όλα τα επίπεδα. Πολύ περισσότερο
αποσιωπούνται τα δομικά χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού συστήματος που
δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για την ανάδειξη του φασισμού. Γίνεται, έτσι, πιο
επίκαιρη από ποτέ η άποψη του Μπ. Μπρέχτ: «Όσοι καταδικάζουν τον φασισμό, χωρίς
να καταδικάζουν τον καπιταλισμό, είναι ευχαριστημένοι, αν ο χασάπης πλένει τα
χέρια του πριν ζυγίσει το ζώο που έσφαξε».
Ο μύθος της δημοκρατίας της Βαϊμάρης
Η ιδεολογική χρήση της Ιστορίας και η
ανιστορικότητα στο λόγο των κυρίαρχων παρουσιάζουν μια ειδυλλιακή εικόνα της
Βαϊμάρης, την υποτιθέμενη «πιο δημοκρατική Δημοκρατία στον κόσμο», σαν έναν
χαμένο παράδεισο. Στην ουσία πρόκειται για μια ιστορική κατασκευή των
συντηρητικών δυνάμεων και κυρίως, του Κέντρου και των Σοσιαλδημοκρατών, από την
εποχή της πτώσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης που προβάλλεται μέχρι σήμερα.
Μύθος που αναπαράγεται και σε τμήματα της Αριστεράς και των διανοουμένων.
Πρόσφατα ο Κ. Βεργόπουλος υποστήριζε ότι «η Βαϊμάρη παραμένει μέχρι σήμερα
υπόδειγμα δημοκρατικού πολιτεύματος» (Ελευθεροτυπία, Παρ. 11 – 10 – 2013)
Το επιμύθιο είναι σαφές: για το τέλος της
ευθύνονται τα πολιτικά «άκρα». Έτσι συγκαλύπτονται οι ευθύνες των «μετριοπαθών»
δυνάμεων, Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών και ευλογείται η πολιτική
τους που έστρωσε το δρόμο του Χίτλερ για την εξουσία. Δεν είναι τυχαίο ότι η
ανάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ στις 30 Ιανουαρίου 1933 μέσα από
κοινοβουλευτικές διαδικασίες μετονομάστηκε σε κατάληψη της εξουσίας
αποσιωπώντας το ρόλο των συντηρητικών κομμάτων
σε αυτή την εξέλιξη.
Απομυθοποίηση: Ανάπηρη δημοκρατία με αιματηρό
πρόσωπο
Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης ήταν μια «υποθηκευμένη»
- ανάπηρη δημοκρατία από τη συγκρότησή της που περιείχε εξαρχής το σπέρμα της
ανατροπής της από τα δεξιά.. Χαρακτηριστικά το Σύνταγμα του 1919 έδωσε την
ευκαιρία στους Εθνικοσοσιαλιστές, στους Ναζί με όπλα την προπαγάνδα και τις παραστρατιωτικές οργανώσεις, όπως τα SA – “Sturmabteilung” – «αποσπάσματα Εφόδου» και τα SS να την καταλύσουν χρησιμοποιώντας το δημοκρατικό οπλοστάσιο. Είναι
ενδεικτικό ότι ο πρόεδρος του Ράιχ απολάμβανε ιδιαίτερες εξουσίες γι’ αυτό
ονομάστηκε μονάρχης – ερζάτς.
Μια από τις ιστορικές αναλογίες που «ξεχνιέται»
σήμερα είναι η αγριότητα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης στο πλαίσιο της
δημοκρατίας της Βαϊμάρης, απόρροια μιας ταξικής πολιτικής που διαλύει το
«κοινωνικό κράτος» ενισχύοντας τη βία των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους.
Οι κρατικοί κατασταλτικοί μηχανισμοί συμμαχούν με το άκρο των παραστρατιωτικών
πραξικοπηματιών ενάντια στην Αριστερά και τους εργάτες που χαρακτηρίζονται
«ακραίες ομάδες» και «αναρχικοί». Σήμερα, βέβαια, όλοι οι Βαϊμαρο-λογούντες της
Δεξιάς και του Κέντρου - που οι μεταξύ τους ιδεολογικοπολιτικές διαφορές έχουν
ουσιαστικά εκλείψει- αποσιωπούν το άγριο αιματηρό πρόσωπο της Δημοκρατίας της
Βαϊμάρης.
Η δημοκρατία της Βαϊμάρης με ημερομηνία έναρξης
τις 6 Φεβρουαρίου 1919 κουβαλά το προπατορικό
της αμάρτημα που είναι η άγρια καταστολή της αναφερόμενης ως «εξέγερσης των
Σπαρτακιστών» τον Ιανουάριο του 1919. Κορυφώνεται με τις εκτελέσεις με
συνοπτικές διαδικασίες πάνω από 150 εργατών. Δολοφονούνται εν ψυχρώ οι ηγέτες
της πρώην οργάνωσης Σπάρτακος και τότε μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος, η Ρόζα
Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ. Ένοπλη βία χρησιμοποιήθηκε λίγο αργότερα, το
Μάρτιο του 1919 εναντίον των απεργών εργατών του Βερολίνου στέλνοντας στο
θάνατο 1.000 από αυτούς την ώρα που η Εθνοσυνέλευση συζητούσε στη Βαϊμάρη το
δημοκρατικό Σύνταγμα. Μέχρι το 1924 είχαν καταμετρηθεί πάνω από 400 πολιτικές
δολοφονίες, χωρίς να εντοπιστεί ή και να καταδικαστεί κάποιος από τους δράστες.
Στον αντίποδα προβάλλεται το κοινωνικό πρόσωπο της
Δημοκρατίας της Βαϊμάρης με πυρήνα το Σύμφωνο Στίνες – Λέγκιεν για τη «Κεντρική
Κοινότητα της Εργασίας» που προέβλεπε μεταξύ άλλων: Αναγνώριση Συλλογικών
Συμβάσεων – θέσπιση υποχρεωτικής διαιτησίας – καθιέρωση 8ώρου κ.α. Αποσιωπάται,
όμως, ότι αυτό το Σύμφωνο απογοήτευσε τα πιο ριζοσπαστικά κομμάτια της
εργατικής τάξης που στράφηκαν ενάντια στους Σοσιαλδημοκράτες. Πολύ περισσότερο
ότι όλα αυτά δεν ήταν παραχωρήσεις της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας του
κεφαλαίου, αλλά κατακτήσεις των εργαζομένων από τις μεγάλες απεργίες και
εξεγέρσεις που ξεκίνησαν το 1918 σε συνδυασμό με την Οκτωβριανή Επανάσταση στη
Ρωσία που αποτελούσε το μεγάλο εφιάλτη για το αυτοκρατορικό καθεστώς της
Γερμανίας που κατέρρευσε μετά από γενική εξέγερση στις 9 Νοεμβρίου 1918.
Οι Σοσιαλδημοκράτες
και τα αστικά κόμματα στρώνουν το δρόμο
του Χίτλερ προς την εξουσία
Η πολιτική διαχείριση από τα κόμματα εξουσίας των
επιπτώσεων της διεθνούς οικονομικής κρίσης έφερε τον Χίτλερ στην εξουσία. Από τον Μάρτιο του 1930 στην εξουσία βρίσκεται ο
επικεφαλής του Καθολικού Κόμματος του Κέντρου, Χάινριχ Μρίνινγκ που έμεινε δυο
χρόνια, χωρίς πλειοψηφία, νομοθετώντας με διατάγματα με βάση το άρθρο 48 του
Συντάγματος. Η πολιτική του περιλαμβάνει: αυξήσεις φόρων, επιβολή έκτακτων
εισφορών στους μισθωτούς, περικοπές μισθών, αύξηση εισφορών των εργαζομένων στα
ασφαλιστικά ταμεία και περικοπές κοινωνικών παροχών, ενώ καταπατούνται
δικαιώματα και κατακτήσεις των εργαζομένων της προηγούμενης περιόδου.
Ειδικότερα το τέλος της εισόδου των αμερικανικών κεφαλαίων με τη μεγάλη κρίση
του 1929, οδήγησε στην κατάρρευση του πιστωτικού συστήματος της Γερμανίας το
1930. Στη συνέχεια η χώρα βυθίστηκε σε γενική κρίση με κύρια χαρακτηριστικά την
ανεργία και αργότερα τον πληθωρισμό. Το 1931 έκλεισε με 6.000.000 ανέργους,
περίπου, το 40% του ενεργού πληθυσμού και 8.000.000 «μερικώς απασχολούμενους».
Η θεαματική άνοδος του ναζισμού συντελέστηκε με
σκηνικό τη Μεγάλη Ύφεση. Ήδη από το 1929 το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα (NSDAP) είχε 178.000 μέλη προερχόμενα κοινωνικά από τις μεσαίες τάξεις, τους
αγρότες, ενώ το ποσοστό των εργατών και των υπαλλήλων ήταν σχετικά
περιορισμένο. Από το 2,6% και 12 βουλευτές που είχε στις εκλογές του 1928
εκτοξεύεται στο 37, 3% στις εκλογές της 31ης Ιουλίου 1932 για να
μειωθεί κάπως, αλλά παραμένοντας πρώτο κόμμα στις 6 Νοεμβρίου 1932, όπυ 230
ένστολοι βουλευτές του
Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος (NSDAP) μπαίνουν στη Ράιχσταγκ.
Στο μεσοδιάστημα των δύο εκλογών η πολιτική βία των παραστρατιωτικών και οι
επιθέσεις της κυβέρνησης εναντίον των εργαζομένων ήταν στην ημερήσια διάταξη.
Στις 4 Σεπτεμβρίου 1932 με αναγκαστικό διάταγμα καταργήθηκαν οι Συλλογικές
Συμβάσεις.
Την άνοδο του Ναζισμού ευνόησαν οι κατασταλτικοί
μηχανισμοί της δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Από τη μια άγρια καταστολή και
δολοφονίες των εργατών και των αριστερών και από την άλλη παράλληλη δράση και
στήριξη με τις παραστρατιωτικές ομάδες και χάιδεμα των ηγετών τους. Στις 13
Μαρτίου 1920 στρατιωτικές και παραστρατιωτικές μονάδες καταλαμβάνουν κυβερνητικά
κτίρια στο Βερολίνο. Είναι το γνωστό ως πραξικόπημα «Καπ» που αντιμετωπίστηκε
από τη μαζική αντίδραση των εργαζομένων που κήρυξαν γενική απεργία. Για το
«πραξικόπημα της μπυραρίας» από τους Λούντεντορφ και Χίτλερ, ο μεν πρώτος
αθωώθηκε, ενώ ο δεύτερος, αν και κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία τιμωρήθηκε με
5ετή φυλάκιση και μετά από 6 μήνες αμνηστεύτηκε.
Φυσικά σημαντικό ρόλο έπαιξε ο εναγκαλισμός των
Ναζί από Βιομήχανους και Τραπεζίτες που
χρηματοδοτούν το κόμμα τους και τις παραστρατιωτικές οργανώσεις τους. Γενικότερα
ο Χίτλερ πέτυχε να εξασφαλίσει την πολιτική και οικονομική ενίσχυση των
επιχειρηματιών, των γαιοκτημόνων και των εν ενεργεία ή απόστρατων ηγετών του
στρατού. Παράλληλα είχε εξασφαλίσει την ανοχή ή και τη στήριξη των αστικών
κομμάτων. Ο στρατάρχης Χίντενμπουργκ που
είχε εκλεγεί πρόεδρος το 1925 έλεγε ότι η κρίση ήταν ευκαιρία για να διοριστεί
«μια αντικοινοβουλευτική και αντιμαρξιστική κυβέρνηση». Οι Σοσιαλδημοκράτες,
παρά τις αναφορές τους στον μαρξισμό, αποτελούσαν τον κύριο εταίρο του
κυβερνητικού συνασπισμού, όταν ξέσπασε η κρίση. Από το 1930 και για τρία χρόνια
το σύνολο των αστικών κομμάτων επιδιώκει μια αυταρχική λύση. Είναι
χαρακτηριστικό ότι την ανάθεση της εξουσίας στον Χίτλερ την είχε εισηγηθεί μια
ομάδα επιχειρηματιών με επιστολή προς τον Χίντενμπουργκ. Με την πρόταση
συμφώνησαν όλα τα αστικά κόμματα, εκτός από το Κόμμα του Κέντρου. Όλα αυτά τα
κόμματα πλην των Σοσιαλδημοκρατών υπερψήφισαν το νόμο που μετέφερε όλη τη
νομοθετική εξουσία στην κυβέρνηση. Οι βουλευτές του Κομμουνιστικού Κόμματος
είτε είχαν συλληφθεί, είτε είχαν περάσει στην παρανομία. Έτσι στις 30
Ιανουαρίου 1933 δίνεται εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Χίτλερ.
Το εκλογικό παιχνίδι, σύμφωνα με τα αστικά
κόμματα, έπρεπε να σταματήσει καθώς οι Κομμουνιστές ενισχύονταν. Το Κ.Κ. φτάνει
στο 16,9% των ψήφων στις 6 Νοεμβρίου 1932, από το 14,3% των εκλογών του Ιουλίου
του ίδιου έτους. Ωστόσο, όλη αυτή την περίοδο το δόγμα της «αποφυγής της
πρόκλησης» και η παθητική αντίδραση χαρακτηρίζει την πολιτική του ΚΚ ως απόδειξη της αδυναμίας του να οργανώσει
την εργατική τάξη.
Τέλος, σημαντικός παράγοντας που δεν επιτρέπει
οποιαδήποτε αναλογία με τις σημερινές συνθήκες είναι το διεθνές περιβάλλον
εκείνης της εποχής που διαμόρφωσε τις εξελίξεις. Πιο απλά οι ατιμωτικοί για τη
Γερμανία όροι της συνθήκης των Βερσαλλιών που σφράγιζε το τέλος του Α’
Παγκοσμίου Πολέμου τροφοδότησε την πολιτική του ρεβανσισμού διαμορφώνοντας
ανάλογη μαζική ψυχολογία. Παράλληλα ο μύθος της «πισώπλατης μαχαιριάς» που
πρόβαλλαν οι Ναζί σε συνδυασμό με τις
εθνικιστικές θεωρίες περί « ζωτικού χώρου» και το δόγμα “bellum omnium contra omnes” διαμόρφωσαν το εκρηκτικό
μείγμα της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία.
Ο Γιώργος
Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της Σ.Ε. του περιοδικού «Αντιτετράδια της
Εκπαίδευσης» και αρθρογράφος στο «ΕΘΝΟΣ»